...θυμηθήκαμε πόσο ζεστό και νόστιμο είναι το φαγητό της στο ταπεράκι.
Έπειτα από ένα σύντομο ή και μεγαλύτερο διάστημα ανεξαρτησίας, πολλοί νέοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις περιορισμένες εργασιακές επιλογές και ηττημένοι από την κρίση βρίσκονται να κοιμούνται και πάλι στο εφηβικό τους δωμάτιο.
Η «γενιά μπούμερανγκ», όπως έχει ονομαστεί, είναι η γενιά των σημερινών νέων από είκοσι μέχρι τριάντα κάτι, που αναγκάστηκαν, λόγω της οικονομικής ύφεσης, να ζήσουν ξανά με τους γονείς τους. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η γενιά μπούμερανγκ θα δημιουργήσει μια νέα γενιά αέναων εφήβων που θα βιώνουν μια μόνιμη μη-ενηλικίωση.
Άλλοι κοιτάνε τα πράγματα με ψυχραιμία και βλέπουν ότι η επιστροφή στην πατρογονική εστία -μέχρι να περάσει η μπόρα- μπορεί να έχει και τα θετικά της. Ο τριαντάχρονος Παύλος Ράδος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στο Μάρκετινγκ και μικρή προϋπηρεσία σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, αναγκάστηκε να χτυπήσει τη πόρτα της μαμάς του για στέγη και φαΐ μετά τη μεγάλη περικοπή που έγινε στον μισθό του και την αδυναμία του να καλύψει τα έξοδα της γκαρσονιέρας που νοίκιαζε.
«Ήταν κάτι που μου πρότεινε η ίδια μου η αδελφή, που μ’ έβλεπε να πνίγομαι στις δυσκολίες», εξηγεί ο Παύλος, «και δεν κρύβω ότι αρνιόμουν πεισματικά γι’ αρκετό καιρό να το κάνω. Μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Οι λογαριασμοί γίνονταν βουνό κι εγώ συνέχιζα να χρεώνω πιστωτικές κάρτες». Τις πρώτες μέρες της επιστροφής του ο Παύλος λέει ότι ένιωθε σαν άρρωστος.
«Έπινα τον χυμό πορτοκάλι που μου έστυβε η μητέρα μου και καθόμουν και την παρακολουθούσα για να δω τον τρόπο με τον οποίο κινείται μέσα στο σπίτι. Είχα φύγει απ’ το σπίτι για σπουδές από τα είκοσί μου και από τότε έμενα μόνος. Τα τελευταία χρόνια την έβλεπα μια φορά τον μήνα και αν, όταν πήγαινα σε κάποιο κυριακάτικο τραπέζι. Είχα γενικά μια άρνηση σε ό,τι αφορούσε την οικογένεια. Ένιωθα πως μ’ έπνιγε».
Οι εντυπώσεις, όμως, του Παύλου από τη συγκατοίκηση με τη μητέρα του ήταν τελικά καλές, σε γενικές γραμμές. «Νιώθω ότι με αντιμετωπίζει πλέον ως ενήλικα, όπως και ότι εγώ έχω πιο ώριμη συμπεριφορά απέναντί της. Θυμάμαι παλιά που μου γκρίνιαζε για την ακαταστασία στο δωμάτιό μου. Τώρα βλέπει πόσο τακτικός έχω γίνει.
Επίσης, νομίζω ότι απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο τις συζητήσεις που κάνουμε στην κουζίνα, ενώ εκείνη μαγειρεύει, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγκαλιά που μου έκανε την πρώτη μέρα που επέστρεψα στο σπίτι, λέγοντάς μου ότι όλα θα πάνε καλά. Το βλέπω στα μάτια της πόσο χαίρεται που μ’ έχει κοντά της, αλλά κι εγώ νιώθω μια απέραντη ηρεμία από τότε που μένω εκεί. Για να μη μιλήσω για τη διαφορά ποιότητας στη διατροφή μου και για τα φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα.
Δεν μπορώ, όμως, ν’ αρνηθώ το ότι έχω κι ένα μόνιμο άγχος: ελπίζω αυτή η δύσκολη στιγμή που περνάω να μην κρατήσει για πολύ καιρό. Επειδή δεν θέλω να εγκατασταθώ μόνιμα στο σπίτι της μάνας μου, πολλά απ’ τα πράγματά μου ακόμα μέσα στις κούτες. Θέλω να έχω την αίσθηση του προσωρινού».
Έπειτα από ένα σύντομο ή και μεγαλύτερο διάστημα ανεξαρτησίας, πολλοί νέοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις περιορισμένες εργασιακές επιλογές και ηττημένοι από την κρίση βρίσκονται να κοιμούνται και πάλι στο εφηβικό τους δωμάτιο.
Η «γενιά μπούμερανγκ», όπως έχει ονομαστεί, είναι η γενιά των σημερινών νέων από είκοσι μέχρι τριάντα κάτι, που αναγκάστηκαν, λόγω της οικονομικής ύφεσης, να ζήσουν ξανά με τους γονείς τους. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η γενιά μπούμερανγκ θα δημιουργήσει μια νέα γενιά αέναων εφήβων που θα βιώνουν μια μόνιμη μη-ενηλικίωση.
Άλλοι κοιτάνε τα πράγματα με ψυχραιμία και βλέπουν ότι η επιστροφή στην πατρογονική εστία -μέχρι να περάσει η μπόρα- μπορεί να έχει και τα θετικά της. Ο τριαντάχρονος Παύλος Ράδος, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στο Μάρκετινγκ και μικρή προϋπηρεσία σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, αναγκάστηκε να χτυπήσει τη πόρτα της μαμάς του για στέγη και φαΐ μετά τη μεγάλη περικοπή που έγινε στον μισθό του και την αδυναμία του να καλύψει τα έξοδα της γκαρσονιέρας που νοίκιαζε.
«Ήταν κάτι που μου πρότεινε η ίδια μου η αδελφή, που μ’ έβλεπε να πνίγομαι στις δυσκολίες», εξηγεί ο Παύλος, «και δεν κρύβω ότι αρνιόμουν πεισματικά γι’ αρκετό καιρό να το κάνω. Μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Οι λογαριασμοί γίνονταν βουνό κι εγώ συνέχιζα να χρεώνω πιστωτικές κάρτες». Τις πρώτες μέρες της επιστροφής του ο Παύλος λέει ότι ένιωθε σαν άρρωστος.
«Έπινα τον χυμό πορτοκάλι που μου έστυβε η μητέρα μου και καθόμουν και την παρακολουθούσα για να δω τον τρόπο με τον οποίο κινείται μέσα στο σπίτι. Είχα φύγει απ’ το σπίτι για σπουδές από τα είκοσί μου και από τότε έμενα μόνος. Τα τελευταία χρόνια την έβλεπα μια φορά τον μήνα και αν, όταν πήγαινα σε κάποιο κυριακάτικο τραπέζι. Είχα γενικά μια άρνηση σε ό,τι αφορούσε την οικογένεια. Ένιωθα πως μ’ έπνιγε».
Οι εντυπώσεις, όμως, του Παύλου από τη συγκατοίκηση με τη μητέρα του ήταν τελικά καλές, σε γενικές γραμμές. «Νιώθω ότι με αντιμετωπίζει πλέον ως ενήλικα, όπως και ότι εγώ έχω πιο ώριμη συμπεριφορά απέναντί της. Θυμάμαι παλιά που μου γκρίνιαζε για την ακαταστασία στο δωμάτιό μου. Τώρα βλέπει πόσο τακτικός έχω γίνει.
Επίσης, νομίζω ότι απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο τις συζητήσεις που κάνουμε στην κουζίνα, ενώ εκείνη μαγειρεύει, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγκαλιά που μου έκανε την πρώτη μέρα που επέστρεψα στο σπίτι, λέγοντάς μου ότι όλα θα πάνε καλά. Το βλέπω στα μάτια της πόσο χαίρεται που μ’ έχει κοντά της, αλλά κι εγώ νιώθω μια απέραντη ηρεμία από τότε που μένω εκεί. Για να μη μιλήσω για τη διαφορά ποιότητας στη διατροφή μου και για τα φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα.
Δεν μπορώ, όμως, ν’ αρνηθώ το ότι έχω κι ένα μόνιμο άγχος: ελπίζω αυτή η δύσκολη στιγμή που περνάω να μην κρατήσει για πολύ καιρό. Επειδή δεν θέλω να εγκατασταθώ μόνιμα στο σπίτι της μάνας μου, πολλά απ’ τα πράγματά μου ακόμα μέσα στις κούτες. Θέλω να έχω την αίσθηση του προσωρινού».
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.