Το “λεξικό” για τα Μεσσηνιακά γλωσσικά ιδιώματα!
Εκείνοι που ακόμα την κρατούν ζωντανή είναι οι γηραιότεροι. Την κρατούν σαν κόρη οφθαλμού. Όταν φύγουν ίσως χαθεί για πάντα…
Ας δούμε όμως τις λέξεις και τις φράσεις που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε κατ’ αλφαβητική σειρά.
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
2. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
3. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
4. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
5. Άγγουσα ζέστη = η κάψα
6. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
7. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
8. Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
9. Ακουμπέτι = παρά ταύτα (Στο Κάστρο της Κορώνης)
10. Ακώ = ακούω
11. Αλάργα= μακριά
12. Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης
13. Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω – κάτω
14. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
15. Aμπαρώνω= κλειδώνω
16. Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
17. Αμπέχονο = καπαρντίνα
18. Αμπολάω=Αφήνω
19. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
20. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
21. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
22. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
23. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
24. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
25. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
26. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
27. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
28. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
29. Αξύριγος = αξύριστος.
30. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
31. Απίδι= αχλάδι,
32. Απόκανα = παρακουράστηκα,
33. Αποπερα=απεναντι.
34. Αποσταίνω = κουράζομαι
35. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
36. Αραχνος = κακομοίρης,
37. Αρμάκι = μάντρα
38. Αρούκατος= άτσαλος
39. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
40. Ασκί = τουλούμι.
41. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
42. Απόπατος = τουαλέτα
43. Αραούζης = ασουλούπωτος
44. Απαντοχή = υπομονή
45. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
46. Αποκορωμένος = καταραμένος
47. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
48. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
49. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
50. Απόρριξε =απέβαλλε
51. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
52. Αράδα = σειρά.
53. Άρατος = άφαντος
54. Αρτήθηκα = έφαγα.
55. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
56. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης.
57. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του.
58. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
59. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
60. Αφόρμησα = μολύνθηκα
61. Αχάραγο = αφώτιστο
62. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β
63. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
64. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
65. Βαγένι = βαρέλι
66. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
67. Βανιώνω = παχαίνω
68. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
69. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
70. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
71. Βίκα = στάμνα
72. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
73. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
74. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
75. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
76. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
77. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
78. Bούζα= χοντρή γυναίκα
79. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
80. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
81. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
Γ
82. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
83. Γαστέρα = κοιλιά
84. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
85. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
86. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
87. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
88. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία της μύτης.
89. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα
90. Γκοργκούνι= αστράγαλος
91. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
92. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
93. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
94. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού.
95. Γιομα = απογευμα.
96. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
97. Γιουρούκι = σκουντούφλης.
98. Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,
99. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
100. Γκουργκούνι = αστράγαλος
101. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
102. Γνέματα = νήματα
103. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
104. Γουστέρα = σαύρα
105. Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
106. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
107. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
108. Γρέκια = μαντριά
Δ
109. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
110. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
111. Δικόνες μου = ο δικός μου
112. Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια
113. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
114. Δριστέλια = η νεροτριβή.
115. Δώθενε = από εδώ
Ε
116. Ευτού = εκεί
117. Έκα = κάνε πιο πέρα
118. Εντο = νάτο
119. Εντοσα = ξεπιάστηκα
120. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
121. Εφτούνο = αυτό
122. Έχουτε = έχετε.
Ζ
123. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
124. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
125. Ζωστήρα = Ζώνη
126. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η
127. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
128. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ
129. Θέλουτε = θέλετε
Κ
130. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
131. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
132. Καλύβω = καλύπτω.
133. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
134. Καμώνομαι = σωπαίνω.
135. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
136. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη,
137. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
138. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
139. Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
140. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
141. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
142. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
143. Καταλιακού= μες τον ήλιο.
144. Καταλαχού= κατά τύχη.
145. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα
146. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
147. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
148. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
149. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
150. Κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
151. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
152. Κατσούλα = γάτα
153. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα τηςελιάς.
154. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
155. Κατακεφαλιά =καρπαζιά
156. Καψερός = ο καημένος.
157. Κείθενε = από ‘κει,
158. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
159. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
160. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
161. Κλ.ωνα = κλωστή
162. Κιόσα (τα) = Χρέη
163. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
164. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
165. Κούκλα = καλαμπόκι
166. Kοκόσια = αμύγδαλο
167. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
168. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
169. Κουλούκι = το κουτάβι
170. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
171. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
172. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
173. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
174. Κουνενές = μωρό.
175. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
176. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
177. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
178. Κονταυγές = χαράματα
179. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
180. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
181. Κιβούρι = μνήμα
182. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
183. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
184. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
185. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
186. Κοφίνι =καλάθι.
187. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
188. Κότσαλα = κοτσάνια
189. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα.
190. Κούμπλα = βρύση,
191. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
192. Κουτουρού = τυχαία
193. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
194. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
195. Κοπελάτος = υπηρέτης
196. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
197. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
198. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
199. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
200. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Λ
201. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
202. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
203. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
204. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
205. Λάκκος = αργαλειός.
206. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει τον επόμενο χρόνο.
207. Λάμια=Όμορφη γυναίκα
208. Λούρα = λουρί
209. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
210. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
211. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι)
212. Λιαδώματα = Κατσίκια
213. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
214. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
215. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
216. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
217. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
218. Λοκάνικο = λουκάνικο.
219. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
220. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
221. Λόπια = Φασόλια ξερά.
222. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ
223. Μαθές = λοιπόν.
224. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
225. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
226. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
227. Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
228. Μάπα= λάχανο.
229. Μάπα = σφουγκαρίστρα
230. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
231. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
232. Μαρτίνι = κατσίκι
233. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
234. ματσουλάω = μασάω
235. Με μερμελάει= με ενοχλεί
236. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
237. Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
238. Μέσκουλες = μούσμουλα
239. Μολόχα = γεράνι
240. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
241. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
242. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
243. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
244. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
245. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
246. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
247. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
248. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
249. Μπουγέλος = κουβάς.
250. Μπορούτε = μπορείτε
251. Μπόσικα = χαλαρά.
252. Μπαζίνα= την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
253. Μπάκα = κοιλιά.
254. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
255. Μπούρδας = χοντρός
256. Μπουρνέλια = κορόμηλα
257. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
258. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
259. Μπάκακας =βάτραχος.
260. Μπανιερό = μαγιό
261. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
262. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
263. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
264. Μπιντόνα = ντενεκές
265. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
266. Μπουζία = γουρούνια.
267. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
268. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
269. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
270. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς
271. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
272. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
273. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλευρο
274. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
275. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)
Ας δούμε όμως τις λέξεις και τις φράσεις που μέχρι σήμερα συγκεντρώσαμε κατ’ αλφαβητική σειρά.
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
2. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
3. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
4. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
5. Άγγουσα ζέστη = η κάψα
6. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
7. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
8. Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
9. Ακουμπέτι = παρά ταύτα (Στο Κάστρο της Κορώνης)
10. Ακώ = ακούω
11. Αλάργα= μακριά
12. Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης
13. Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω – κάτω
14. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
15. Aμπαρώνω= κλειδώνω
16. Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
17. Αμπέχονο = καπαρντίνα
18. Αμπολάω=Αφήνω
19. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
20. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
21. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
22. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
23. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
24. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
25. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
26. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
27. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
28. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
29. Αξύριγος = αξύριστος.
30. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
31. Απίδι= αχλάδι,
32. Απόκανα = παρακουράστηκα,
33. Αποπερα=απεναντι.
34. Αποσταίνω = κουράζομαι
35. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
36. Αραχνος = κακομοίρης,
37. Αρμάκι = μάντρα
38. Αρούκατος= άτσαλος
39. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
40. Ασκί = τουλούμι.
41. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
42. Απόπατος = τουαλέτα
43. Αραούζης = ασουλούπωτος
44. Απαντοχή = υπομονή
45. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
46. Αποκορωμένος = καταραμένος
47. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
48. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
49. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
50. Απόρριξε =απέβαλλε
51. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
52. Αράδα = σειρά.
53. Άρατος = άφαντος
54. Αρτήθηκα = έφαγα.
55. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
56. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης.
57. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του.
58. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
59. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
60. Αφόρμησα = μολύνθηκα
61. Αχάραγο = αφώτιστο
62. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β
63. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
64. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
65. Βαγένι = βαρέλι
66. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
67. Βανιώνω = παχαίνω
68. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
69. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
70. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
71. Βίκα = στάμνα
72. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
73. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
74. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
75. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
76. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
77. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
78. Bούζα= χοντρή γυναίκα
79. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
80. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
81. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
Γ
82. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
83. Γαστέρα = κοιλιά
84. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
85. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
86. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
87. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
88. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία της μύτης.
89. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα
90. Γκοργκούνι= αστράγαλος
91. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
92. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
93. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
94. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού.
95. Γιομα = απογευμα.
96. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
97. Γιουρούκι = σκουντούφλης.
98. Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,
99. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
100. Γκουργκούνι = αστράγαλος
101. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
102. Γνέματα = νήματα
103. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
104. Γουστέρα = σαύρα
105. Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
106. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
107. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
108. Γρέκια = μαντριά
Δ
109. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
110. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
111. Δικόνες μου = ο δικός μου
112. Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια
113. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
114. Δριστέλια = η νεροτριβή.
115. Δώθενε = από εδώ
Ε
116. Ευτού = εκεί
117. Έκα = κάνε πιο πέρα
118. Εντο = νάτο
119. Εντοσα = ξεπιάστηκα
120. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
121. Εφτούνο = αυτό
122. Έχουτε = έχετε.
Ζ
123. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
124. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
125. Ζωστήρα = Ζώνη
126. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η
127. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
128. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ
129. Θέλουτε = θέλετε
Κ
130. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
131. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
132. Καλύβω = καλύπτω.
133. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
134. Καμώνομαι = σωπαίνω.
135. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
136. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη,
137. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
138. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
139. Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
140. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
141. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
142. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
143. Καταλιακού= μες τον ήλιο.
144. Καταλαχού= κατά τύχη.
145. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα
146. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
147. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
148. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
149. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
150. Κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
151. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
152. Κατσούλα = γάτα
153. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα τηςελιάς.
154. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
155. Κατακεφαλιά =καρπαζιά
156. Καψερός = ο καημένος.
157. Κείθενε = από ‘κει,
158. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
159. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
160. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
161. Κλ.ωνα = κλωστή
162. Κιόσα (τα) = Χρέη
163. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
164. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
165. Κούκλα = καλαμπόκι
166. Kοκόσια = αμύγδαλο
167. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
168. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
169. Κουλούκι = το κουτάβι
170. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
171. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
172. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
173. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
174. Κουνενές = μωρό.
175. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
176. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
177. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
178. Κονταυγές = χαράματα
179. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
180. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
181. Κιβούρι = μνήμα
182. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
183. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
184. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
185. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
186. Κοφίνι =καλάθι.
187. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
188. Κότσαλα = κοτσάνια
189. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα.
190. Κούμπλα = βρύση,
191. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
192. Κουτουρού = τυχαία
193. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
194. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
195. Κοπελάτος = υπηρέτης
196. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
197. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
198. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
199. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
200. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Λ
201. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
202. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
203. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
204. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
205. Λάκκος = αργαλειός.
206. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει τον επόμενο χρόνο.
207. Λάμια=Όμορφη γυναίκα
208. Λούρα = λουρί
209. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
210. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
211. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι)
212. Λιαδώματα = Κατσίκια
213. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
214. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
215. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
216. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
217. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
218. Λοκάνικο = λουκάνικο.
219. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
220. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
221. Λόπια = Φασόλια ξερά.
222. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ
223. Μαθές = λοιπόν.
224. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
225. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
226. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
227. Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
228. Μάπα= λάχανο.
229. Μάπα = σφουγκαρίστρα
230. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
231. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
232. Μαρτίνι = κατσίκι
233. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
234. ματσουλάω = μασάω
235. Με μερμελάει= με ενοχλεί
236. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
237. Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
238. Μέσκουλες = μούσμουλα
239. Μολόχα = γεράνι
240. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
241. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
242. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
243. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
244. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
245. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
246. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
247. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
248. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
249. Μπουγέλος = κουβάς.
250. Μπορούτε = μπορείτε
251. Μπόσικα = χαλαρά.
252. Μπαζίνα= την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
253. Μπάκα = κοιλιά.
254. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
255. Μπούρδας = χοντρός
256. Μπουρνέλια = κορόμηλα
257. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
258. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
259. Μπάκακας =βάτραχος.
260. Μπανιερό = μαγιό
261. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
262. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
263. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
264. Μπιντόνα = ντενεκές
265. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
266. Μπουζία = γουρούνια.
267. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
268. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
269. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
270. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς
271. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
272. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
273. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλευρο
274. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
275. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)
Το 2ο μέρος ΕΔΩ
gargalianoionline
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.